- μετροφωτομηχανή
- ηφωτογραφική μηχανή που χρησιμεύει για τη λήψη μετροεικόνων ή αεροφωτογραμμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + φως, φωτός + μηχανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετροφωτοθάλαμος — ο 1. η μετροφωτομηχανή λήψης μετροεικόνων 2. το κύριο τμήμα τής μετροφωτομηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + φωτοθάλαμος] … Dictionary of Greek